μεθύειν

μεθύειν
μεθύω
to be drunken with wine
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαγνεύω — (AM λαγνεύω) [λάγνης] είμαι φιλήδονος, ακόλαστος («τίς δὲ σχολὴ τῷ ἀνδρὶ τούτῳ νῡν ἀπεπτεῑν ἢ μεθύειν ἢ λαγνεύειν», Πλούτ.) αρχ. (κυρίως για άνδρα) συνουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • μεθύω — (ΑM μεθύω, Μ και μεθυῶ) [μέθυ] είμαι μεθυσμένος, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης μσν. κάνω κάποιον να μεθύσει αρχ. 1. είμαι ποτισμένος με κάτι («μεθύων ἐλαίῳ λύχνος», Βάβρ.) 2. κατέχομαι από κάποιο πάθος («μεθύετε τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας», Δίον.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”